ἀμετάβολος — without modulation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάβολος — η, ο 1. αυτός που δε μεταβάλλεται. 2. «αμετάβολοι φθόγγοι» λέγονται στη γραμματική οι υγροί και ένρινοι φθόγγοι (μ, ν, λ, ρ), οι οποίοι ως χαρακτήρες στα ρήματα και τα ονόματα δεν αλλάζουν (όπως άλλοι) κατά την κλίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταβόλως — ἀμετάβολος without modulation adverbial ἀμετάβολος without modulation masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβολον — ἀμετάβολος without modulation masc/fem acc sg ἀμετάβολος without modulation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλοις — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλου — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλων — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλῳ — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβολα — ἀμετάβολος without modulation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβολοι — ἀμετάβολος without modulation masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)